κβαντιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κβαντιστής | οι | κβαντιστές |
| γενική | του | κβαντιστή | των | κβαντιστών |
| αιτιατική | τον | κβαντιστή | τους | κβαντιστές |
| κλητική | κβαντιστή | κβαντιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κβαντιστής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική quantizer
Ουσιαστικό
κβαντιστής αρσενικό
- (μαθηματικά, ηλεκτρονική), (επεξεργασία σήματος) quantizer: η ηλεκτρονική συσκευή ή ο αλγόριθμος που πραγματοποιεί τον κβαντισμό ενός αναλογικού σήματος σε ψηφιακό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.