διακριτοποίηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακριτοποίηση | οι | διακριτοποιήσεις |
| γενική | της | διακριτοποίησης* | των | διακριτοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | διακριτοποίηση | τις | διακριτοποιήσεις |
| κλητική | διακριτοποίηση | διακριτοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διακριτοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακριτοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διακριτοποίηση θηλυκό
- η κβάντωση φυσικών μεγεθών στη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων
- η ψηφιοποίηση σήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.