κβάντωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κβάντωση οι κβαντώσεις
      γενική της κβάντωσης των κβαντώσεων
    αιτιατική την κβάντωση τις κβαντώσεις
     κλητική κβάντωση κβαντώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κβάντωση < απόδοση για την αγγλική quantization < λατινικά quantum + -ωση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkvan.do.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κβάντωση

Ουσιαστικό

κβάντωση θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.