στρογγυλοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρογγυλοποίηση | οι | στρογγυλοποιήσεις |
| γενική | της | στρογγυλοποίησης* | των | στρογγυλοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | στρογγυλοποίηση | τις | στρογγυλοποιήσεις |
| κλητική | στρογγυλοποίηση | στρογγυλοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στρογγυλοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρογγυλοποίηση < στρογγυλός + ποίηση
Ουσιαστικό
στρογγυλοποίηση θηλυκό
- στρογγυλή διαμόρφωση, στρογγύλεμα άκρων
- (μαθηματικά) η διαδικασία απλοποίησης των πολύπλοκων αριθμών
Μεταφράσεις
στρογγυλοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.