καύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καύσιμος η καύσιμη το καύσιμο
      γενική του καύσιμου της καύσιμης του καύσιμου
    αιτιατική τον καύσιμο την καύσιμη το καύσιμο
     κλητική καύσιμε καύσιμη καύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καύσιμοι οι καύσιμες τα καύσιμα
      γενική των καύσιμων των καύσιμων των καύσιμων
    αιτιατική τους καύσιμους τις καύσιμες τα καύσιμα
     κλητική καύσιμοι καύσιμες καύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καύσιμος < αρχαία ελληνική καύσιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburants[1])

Επίθετο

καύσιμος, -η, -ο

  1. που είναι κατάλληλος για καύση ή κάψιμο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καύσιμο (ή κυρίως στον πληθυντικό καύσιμα)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καίω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.