τσερτσεβές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσερτσεβές οι τσερτσεβέδες
      γενική του τσερτσεβέ των τσερτσεβέδων
    αιτιατική τον τσερτσεβέ τους τσερτσεβέδες
     κλητική τσερτσεβέ τσερτσεβέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσερτσεβές < τουρκική çerçeve < περσική چار چوبه (chār chūba)

Ουσιαστικό

τσερτσεβές αρσενικό

  1. (ιδιωματικό) πλαίσιο παράθυρου
  2. (ιδιωματικό) κατώφλι πόρτας

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 2436.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.