τσερτσεβές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσερτσεβές | οι | τσερτσεβέδες |
| γενική | του | τσερτσεβέ | των | τσερτσεβέδων |
| αιτιατική | τον | τσερτσεβέ | τους | τσερτσεβέδες |
| κλητική | τσερτσεβέ | τσερτσεβέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τσερτσεβές
|
|
Πηγές
- εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 2436.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.