κατοχυρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοχυρωτικός η κατοχυρωτική το κατοχυρωτικό
      γενική του κατοχυρωτικού της κατοχυρωτικής του κατοχυρωτικού
    αιτιατική τον κατοχυρωτικό την κατοχυρωτική το κατοχυρωτικό
     κλητική κατοχυρωτικέ κατοχυρωτική κατοχυρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοχυρωτικοί οι κατοχυρωτικές τα κατοχυρωτικά
      γενική των κατοχυρωτικών των κατοχυρωτικών των κατοχυρωτικών
    αιτιατική τους κατοχυρωτικούς τις κατοχυρωτικές τα κατοχυρωτικά
     κλητική κατοχυρωτικοί κατοχυρωτικές κατοχυρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατοχυρωτικός < κατοχυρώνω + -τικός

Επίθετο

κατοχυρωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.