κατοχυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατοχυρώνομαι | κατοχυρωνόμουν(α) | θα κατοχυρώνομαι | να κατοχυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | κατοχυρώνεσαι | κατοχυρωνόσουν(α) | θα κατοχυρώνεσαι | να κατοχυρώνεσαι | (κατοχυρώνου) | |
| γ' ενικ. | κατοχυρώνεται | κατοχυρωνόταν(ε) | θα κατοχυρώνεται | να κατοχυρώνεται | ||
| α' πληθ. | κατοχυρωνόμαστε | κατοχυρωνόμαστε κατοχυρωνόμασταν |
θα κατοχυρωνόμαστε | να κατοχυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | κατοχυρώνεστε | κατοχυρωνόσαστε κατοχυρωνόσασταν |
θα κατοχυρώνεστε | να κατοχυρώνεστε | (κατοχυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | κατοχυρώνονται | κατοχυρώνονταν κατοχυρωνόντουσαν |
θα κατοχυρώνονται | να κατοχυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατοχυρώθηκα | θα κατοχυρωθώ | να κατοχυρωθώ | κατοχυρωθεί | ||
| β' ενικ. | κατοχυρώθηκες | θα κατοχυρωθείς | να κατοχυρωθείς | κατοχυρώσου | ||
| γ' ενικ. | κατοχυρώθηκε | θα κατοχυρωθεί | να κατοχυρωθεί | |||
| α' πληθ. | κατοχυρωθήκαμε | θα κατοχυρωθούμε | να κατοχυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | κατοχυρωθήκατε | θα κατοχυρωθείτε | να κατοχυρωθείτε | κατοχυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | κατοχυρώθηκαν κατοχυρωθήκαν(ε) |
θα κατοχυρωθούν(ε) | να κατοχυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατοχυρωθεί | είχα κατοχυρωθεί | θα έχω κατοχυρωθεί | να έχω κατοχυρωθεί | κατοχυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατοχυρωθεί | είχες κατοχυρωθεί | θα έχεις κατοχυρωθεί | να έχεις κατοχυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατοχυρωθεί | είχε κατοχυρωθεί | θα έχει κατοχυρωθεί | να έχει κατοχυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατοχυρωθεί | είχαμε κατοχυρωθεί | θα έχουμε κατοχυρωθεί | να έχουμε κατοχυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατοχυρωθεί | είχατε κατοχυρωθεί | θα έχετε κατοχυρωθεί | να έχετε κατοχυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατοχυρωθεί | είχαν κατοχυρωθεί | θα έχουν κατοχυρωθεί | να έχουν κατοχυρωθεί | ||
Μεταφράσεις
κατοχυρώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.