κατονομασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατονομασμένος | η | κατονομασμένη | το | κατονομασμένο |
| γενική | του | κατονομασμένου | της | κατονομασμένης | του | κατονομασμένου |
| αιτιατική | τον | κατονομασμένο | την | κατονομασμένη | το | κατονομασμένο |
| κλητική | κατονομασμένε | κατονομασμένη | κατονομασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατονομασμένοι | οι | κατονομασμένες | τα | κατονομασμένα |
| γενική | των | κατονομασμένων | των | κατονομασμένων | των | κατονομασμένων |
| αιτιατική | τους | κατονομασμένους | τις | κατονομασμένες | τα | κατονομασμένα |
| κλητική | κατονομασμένοι | κατονομασμένες | κατονομασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατονομασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατονομάζω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατονομασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.