identify

Αγγλικά (en)

ενεστώτας identify
γ΄ ενικό ενεστώτα identifies
αόριστος identified
παθητική μετοχή identified
ενεργητική μετοχή identifying

Ετυμολογία

identify < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aɪˈden.tɪ.faɪ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /aɪˈden.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: identify

Ρήμα

identify (en)

  1. (μεταβατικό) αναγνωρίζω την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου
     συνώνυμα: ID
     αντώνυμα: misidentify
  2. (μεταβατικό) ταυτίζω, ταυτοποιώ, προσδιορίζω
     συνώνυμα:  name
  3. ταυτίζομαι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.