κατονομάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.to.noˈma.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐το‐νο‐μά‐ζο‐μαι
- ομόηχο: κατονομάζομε
Ρήμα
κατονομάζομαι, π.αόρ.: κατονομάστηκα, μτχ.π.π.: κατονομασμένος, (ενεργ.: κατονομάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος κατονομάζω → δείτε και την κλίση
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.