ονομάζω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ονομάζω
<
αρχαία ελληνική
ὀνομάζω
Ρήμα
ονομάζω
δίνω
όνομα
σε κάποιον ή κάτι
αποκαλώ
απονέμω
τίτλο
σε κάποιον
Συγγενικά
όνομα
ονομάζομαι
ονομαστός
Σύνθετα
επονομάζω
κατονομάζω
μετονομάζω
παρονομάζω
Μεταφράσεις
ονομάζω
αγγλικά
:
name
(en)
,
pronounce
(en)
γαλλικά
:
nommer
(fr)
ισπανικά
:
nombrar
(es)
,
llamar
(es)
πολωνικά
:
nazywać
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.