κατευθυντικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατευθυντικότητα | οι | κατευθυντικότητες |
| γενική | της | κατευθυντικότητας | των | κατευθυντικοτήτων |
| αιτιατική | την | κατευθυντικότητα | τις | κατευθυντικότητες |
| κλητική | κατευθυντικότητα | κατευθυντικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατευθυντικότητα < κατευθυντικ(ός) + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική directionality[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.te.fθin.diˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τευ‐θυ‐ντι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
κατευθυντικότητα θηλυκό
- (τεχνολογία) ιδιότητα εκπεμπόμενου σήματος που αναφέρεται στη δυνατότητά του να κατευθύνεται δυνατότερα προς μία ή περισσότερες διευθύνσεις
- ※ Μια άλλη ταξινόμηση των μικροφώνων γίνεται με βάση την ευαισθησίας τους στην κατευθυντικότητα, στο πόσο δηλαδή εστιάζουν στον παραγόμενο ήχο από μια ηχητική πηγή. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έχουμε τα παγκατευθυντικά (omni-directional), τα δικατευθυντικά (bidirectional) και τα μονοκατευθυντικά (unidirectional).
- Κολισίκας, Σέργιος. Πτυχιακή εργασία (.pdf), Ρέθυμνο: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, 2014.
- ※ Μια άλλη ταξινόμηση των μικροφώνων γίνεται με βάση την ευαισθησίας τους στην κατευθυντικότητα, στο πόσο δηλαδή εστιάζουν στον παραγόμενο ήχο από μια ηχητική πηγή. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έχουμε τα παγκατευθυντικά (omni-directional), τα δικατευθυντικά (bidirectional) και τα μονοκατευθυντικά (unidirectional).
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατευθύνω
Μεταφράσεις
κατευθυντικότητα
Αναφορές
- κατευθύνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.