εκπεμπόμενος

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | ||
|---|---|---|---|
| ονομαστική | εκπεμπόμενος | εκπεμπόμενη | εκπεμπόμενο |
| γενική | εκπεμπόμενου | εκπεμπόμενης | εκπεμπόμενου |
| αιτιατική | εκπεμπόμενο | εκπεμπόμενη | εκπεμπόμενο |
| κλητική | εκπεμπόμενε | εκπεμπόμενη | εκπεμπόμενο |
| πτώση | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | εκπεμπόμενοι | εκπεμπόμενες | εκπεμπόμενα |
| γενική | εκπεμπόμενων | εκπεμπόμενων | εκπεμπόμενων |
| αιτιατική | εκπεμπόμενους | εκπεμπόμενες | εκπεμπόμενα |
| κλητική | εκπεμπόμενοι | εκπεμπόμενες | εκπεμπόμενα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.