καταπατητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταπατητής οι καταπατητές
      γενική του καταπατητή των καταπατητών
    αιτιατική τον καταπατητή τους καταπατητές
     κλητική καταπατητή καταπατητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπατητής < καταπατώ + -τής (Διαφορετικό το ελληνιστικό καταπατητής)

Ουσιαστικό

καταπατητής αρσενικό (θηλυκό καταπατήτρια)

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καταπατητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταπατητής < αρχαία ελληνική καταπατέω

Ουσιαστικό

καταπατητής αρσενικό

  1. κατάσκοπος
  2. καταδότης
  3. κλέφτης

Κλιτικοί τύποι

  • καταπατητάδες (τύπος πληθυντικού)

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταπατητής οἱ καταπατηταί
      γενική τοῦ καταπατητοῦ τῶν καταπατητῶν
      δοτική τῷ καταπατητ τοῖς καταπατηταῖς
    αιτιατική τὸν καταπατητήν τοὺς καταπατητᾱ́ς
     κλητική ! καταπατητᾰ́ καταπατηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπατητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταπατηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπατητής < αρχαία ελληνική καταπατέω

Ουσιαστικό

καταπατητής αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.