καταπατητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταπατητής | οι | καταπατητές |
| γενική | του | καταπατητή | των | καταπατητών |
| αιτιατική | τον | καταπατητή | τους | καταπατητές |
| κλητική | καταπατητή | καταπατητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπατητής < καταπατώ + -τής (Διαφορετικό το ελληνιστικό καταπατητής)
Ουσιαστικό
καταπατητής αρσενικό (θηλυκό καταπατήτρια)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτός που καταπατά
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καταπατητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καταπατητής < αρχαία ελληνική καταπατέω
Κλιτικοί τύποι
- καταπατητάδες (τύπος πληθυντικού)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καταπατητής | οἱ | καταπατηταί |
| γενική | τοῦ | καταπατητοῦ | τῶν | καταπατητῶν |
| δοτική | τῷ | καταπατητῇ | τοῖς | καταπατηταῖς |
| αιτιατική | τὸν | καταπατητήν | τοὺς | καταπατητᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | καταπατητᾰ́ | καταπατηταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπατητᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταπατηταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπατητής < αρχαία ελληνική καταπατέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.