καταναγκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταναγκάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταναγκάζω < (κατά) κατ- + ἀναγκάζω < ἀνάγκη

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.naŋˈɡa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταναγκάζω

Ρήμα

καταναγκάζω, αόρ.: κατανάγκασα, παθ.φωνή: καταναγκάζομαι, π.αόρ.: καταναγκάστηκα, μτχ.π.π.: καταναγκασμένος

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις κατά, αναγκάζω και ανάγκη

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταναγκάζω < (κατά) κατ- + ἀναγκάζω < ἀνάγκη

Ρήμα

καταναγκάζω

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.