θεληματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεληματικός η θεληματική το θεληματικό
      γενική του θεληματικού της θεληματικής του θεληματικού
    αιτιατική τον θεληματικό τη θεληματική το θεληματικό
     κλητική θεληματικέ θεληματική θεληματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεληματικοί οι θεληματικές τα θεληματικά
      γενική των θεληματικών των θεληματικών των θεληματικών
    αιτιατική τους θεληματικούς τις θεληματικές τα θεληματικά
     κλητική θεληματικοί θεληματικές θεληματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεληματικός < θέλημα

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.li.ma.tiˈkos/

Επίθετο

θεληματικός, ή, ό

  1. που χαρακτηρίζεται από ισχυρή θέληση
  2. που δείχνει άνθρωπο με ισχυρή θέληση
    θεληματικό πηγούνι
  3. εκούσιος, με τη θέληση κάποιου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.