θεληματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεληματικός | η | θεληματική | το | θεληματικό |
| γενική | του | θεληματικού | της | θεληματικής | του | θεληματικού |
| αιτιατική | τον | θεληματικό | τη | θεληματική | το | θεληματικό |
| κλητική | θεληματικέ | θεληματική | θεληματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεληματικοί | οι | θεληματικές | τα | θεληματικά |
| γενική | των | θεληματικών | των | θεληματικών | των | θεληματικών |
| αιτιατική | τους | θεληματικούς | τις | θεληματικές | τα | θεληματικά |
| κλητική | θεληματικοί | θεληματικές | θεληματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεληματικός < θέλημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.li.ma.tiˈkos/
Επίθετο
θεληματικός, ή, ό
Μεταφράσεις
θεληματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.