εξαναγκαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαναγκαστικός | η | εξαναγκαστική | το | εξαναγκαστικό |
| γενική | του | εξαναγκαστικού | της | εξαναγκαστικής | του | εξαναγκαστικού |
| αιτιατική | τον | εξαναγκαστικό | την | εξαναγκαστική | το | εξαναγκαστικό |
| κλητική | εξαναγκαστικέ | εξαναγκαστική | εξαναγκαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαναγκαστικοί | οι | εξαναγκαστικές | τα | εξαναγκαστικά |
| γενική | των | εξαναγκαστικών | των | εξαναγκαστικών | των | εξαναγκαστικών |
| αιτιατική | τους | εξαναγκαστικούς | τις | εξαναγκαστικές | τα | εξαναγκαστικά |
| κλητική | εξαναγκαστικοί | εξαναγκαστικές | εξαναγκαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαναγκαστικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.