κατακρατημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακρατημένος | η | κατακρατημένη | το | κατακρατημένο |
| γενική | του | κατακρατημένου | της | κατακρατημένης | του | κατακρατημένου |
| αιτιατική | τον | κατακρατημένο | την | κατακρατημένη | το | κατακρατημένο |
| κλητική | κατακρατημένε | κατακρατημένη | κατακρατημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακρατημένοι | οι | κατακρατημένες | τα | κατακρατημένα |
| γενική | των | κατακρατημένων | των | κατακρατημένων | των | κατακρατημένων |
| αιτιατική | τους | κατακρατημένους | τις | κατακρατημένες | τα | κατακρατημένα |
| κλητική | κατακρατημένοι | κατακρατημένες | κατακρατημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατακρατημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακρατώ, κατακρατούμαι / κατα- + κρατημένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατακρατημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.