καταγγέλλων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταγγέλλων η καταγγέλλουσα το καταγγέλλον
      γενική του καταγγέλλοντος της καταγγέλλουσας
& καταγγελλούσης*
του καταγγέλλοντος
    αιτιατική τον καταγγέλλοντα την καταγγέλλουσα το καταγγέλλον
     κλητική καταγγέλλων καταγγέλλουσα καταγγέλλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταγγέλλοντες οι καταγγέλλουσες τα καταγγέλλοντα
      γενική των καταγγελλόντων των καταγγελλουσών των καταγγελλόντων
    αιτιατική τους καταγγέλλοντες τις καταγγέλλουσες τα καταγγέλλοντα
     κλητική καταγγέλλοντες καταγγέλλουσες καταγγέλλοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταγγέλλων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καταγγέλλω < αρχαία ελληνική καταγγέλλω

Μετοχή

καταγγέλλων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.