ολοΐσκιωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοΐσκιωτος η ολοΐσκιωτη το ολοΐσκιωτο
      γενική του ολοΐσκιωτου της ολοΐσκιωτης του ολοΐσκιωτου
    αιτιατική τον ολοΐσκιωτο την ολοΐσκιωτη το ολοΐσκιωτο
     κλητική ολοΐσκιωτε ολοΐσκιωτη ολοΐσκιωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοΐσκιωτοι οι ολοΐσκιωτες τα ολοΐσκιωτα
      γενική των ολοΐσκιωτων των ολοΐσκιωτων των ολοΐσκιωτων
    αιτιατική τους ολοΐσκιωτους τις ολοΐσκιωτες τα ολοΐσκιωτα
     κλητική ολοΐσκιωτοι ολοΐσκιωτες ολοΐσκιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολοΐσκιωτος < ολο- + ίσκιος + -ωτος

Επίθετο

ολοΐσκιωτος

  • ολόσκιωτος
  • ολοήσκιωτος
  • ολόσκιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.