κατάκλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάκλιση | οι | κατακλίσεις |
| γενική | της | κατάκλισης* | των | κατακλίσεων |
| αιτιατική | την | κατάκλιση | τις | κατακλίσεις |
| κλητική | κατάκλιση | κατακλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατακλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάκλιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάκλι(σις) + -ση < κατακλίνω < κατα- + κλίνω
- για τη σημασία «πληγή» < πιθανόν σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική decubitus ulcer [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.kli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐κλι‐ση
Ουσιαστικό
κατάκλιση θηλυκό
- η ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα να τοποθετηθεί κάτω ξαπλωτά κάποιος ή κάτι
- το πλάγιασμα στο κρεβάτι, το ξάπλωμα
- ↪ Είναι η ώρα της νυχτερινής κατάκλισης.
- (ιατρική) η πληγή ή το έλκος που δημιουργείται στο δέρμα, σε περιοχές του σώματος που βρίσκονται σε διαρκή πίεση και τριβή όταν το άτομο μένει για μεγάλο διάστημα ακινητοποιημένο ή κατάκοιτο, οπότε διακόπτεται τοπικά η μικροκυκλοφορία του αίματος και νεκρώνεαι το δέρμα και οι γύρω ιστοί
- έκφραση: έλκος εκ κατακλίσεως [2]
- (γυμναστική) όρος για συγκεκριμένες στάσεις και ασκήσεις κατά τις οποίες το σώμα έρχεται σε επαφή με το δάπεδο [3]
- (γεωμετρία) πλαγίαση ενός σημείου, μίας ευθείας, καμπύλης ή ενός επιπέδου σε ένα από τα προβολικά του επίπεδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ναυπηγική) το καργάρισμα, δηλαδή το πλάγιασμα του πλοίου στη μία του πλευρά ώστε να γίνουν εργασίες στην άλλη
Συγγενικά
- κατακεκλιμένος (ασθενής)
- κατάκλιτος (ο ξαπλωμένος)
- κατάκλιτο (το πλοίο)
- κατακλιστής (γένος εντόμων)
Μεταφράσεις
κατάκλιση
|
|
Αναφορές
- κατάκλιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- κατάκλιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.