κατάκοιτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάκοιτος | η | κατάκοιτη | το | κατάκοιτο |
| γενική | του | κατάκοιτου | της | κατάκοιτης | του | κατάκοιτου |
| αιτιατική | τον | κατάκοιτο | την | κατάκοιτη | το | κατάκοιτο |
| κλητική | κατάκοιτε | κατάκοιτη | κατάκοιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάκοιτοι | οι | κατάκοιτες | τα | κατάκοιτα |
| γενική | των | κατάκοιτων | των | κατάκοιτων | των | κατάκοιτων |
| αιτιατική | τους | κατάκοιτους | τις | κατάκοιτες | τα | κατάκοιτα |
| κλητική | κατάκοιτοι | κατάκοιτες | κατάκοιτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάκοιτος < κατά- + κοίτη < αρχ. κεῖμαι
Επίθετο
κατάκοιτος, -η, -ο
- καθηλωμένος στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα ή εφ' όρου ζωής λόγω ανίατης συνήθως αρρώστιας
Μεταφράσεις
κατάκοιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.