τροπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τροπισμός | οι | τροπισμοί |
| γενική | του | τροπισμού | των | τροπισμών |
| αιτιατική | τον | τροπισμό | τους | τροπισμούς |
| κλητική | τροπισμέ | τροπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τροπισμός αρσενικό
- (βιολογία): φαινόμενο που παρουσιάζουν τα φυτά, ή επιμέρους όργανά τους, καθώς προσανατολίζονται κάμπτοντας, θετικά ή αρνητικά, όταν επιδρούν πάνω σ' αυτά εξωτερικά ερεθίσματα κατεύθυνσης
- (βιολογία): η προτίμηση των παθογόνων μικροοργανισμών προς συγκεκριμένα κύτταρα
- ο κορονοϊός εμφανίζει τροπισμό προς τα πνευμονικά κύτταρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.