καρφιτσώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρφιτσώνω < καρφίτσ(α) + -ώνω < καρφί

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.fiˈt͡so.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρφιτσώνω

Ρήμα

καρφιτσώνω, αόρ.: καρφίτσωσα, παθ.φωνή: καρφιτσώνομαι, π.αόρ.: καρφιτσώθηκα, μτχ.π.π.: καρφιτσωμένος

  1. ενώνω με καρφίτσα
    καρφιτσώνω τον ποδόγυρο για να τον καρικώσω
  2. τσιμπάω με καρφίτσα
    Αχ! καρφιτσώθηκα και τρέχει αίμα.

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καρφίτσα και καρφί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.