καρφιτσώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.fiˈt͡so.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐φι‐τσώ‐νο‐μαι
Ρήμα
καρφιτσώνομαι, π.αόρ.: καρφιτσώθηκα, μτχ.π.π.: καρφιτσωμένος, (ενεργ.: καρφιτσώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος καρφιτσώνω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.