ραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραφή οι ραφές
      γενική της ραφής των ραφών
    αιτιατική τη ραφή τις ραφές
     κλητική ραφή ραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥαφή < ῥάπτω (ράβω)
ραφή στην άκρη κουβέρτας
μετεγχειρητική ραφή σε χέρι

Ουσιαστικό

ραφή θηλυκό

  1. η γραμμή κατά μήκος της οποίας ενώνονται δύο τμήματα ρούχου, παπουτσιού ή άλλου δερμάτινου είδους που έχουν ραφτεί
  2. (ιατρική) ραμμένη τομή στο ανθρώπινο δέρμα
  3. η γραμμή ένωσης δύο τμημάτων του κρανίου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.