καρυδότσουφλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρυδότσουφλο | τα | καρυδότσουφλα |
| γενική | του | καρυδότσουφλου | των | καρυδότσουφλων |
| αιτιατική | το | καρυδότσουφλο | τα | καρυδότσουφλα |
| κλητική | καρυδότσουφλο | καρυδότσουφλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καρύδι και σπασμένο καρυδότσουφλο
Ετυμολογία
- καρυδότσουφλο < μεσαιωνική ελληνική καρυδότσουφλον < καρύδι + τσόφλι
Ουσιαστικό
καρυδότσουφλο ουδέτερο
- ο σκληρός φλοιός του καρυδιού, το τσόφλι του
- (μεταφορικά) το παλιό καράβι ή η μικρή βάρκα· (κατ’ επέκταση) κάθε επισφαλές πλωτό μέσο
- το κύμα τίναζε το καράβι σαν καρυδότσουφλο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.