καρυδότσουφλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρυδότσουφλο τα καρυδότσουφλα
      γενική του καρυδότσουφλου των καρυδότσουφλων
    αιτιατική το καρυδότσουφλο τα καρυδότσουφλα
     κλητική καρυδότσουφλο καρυδότσουφλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καρύδι και σπασμένο καρυδότσουφλο

Ετυμολογία

καρυδότσουφλο < μεσαιωνική ελληνική καρυδότσουφλον < καρύδι + τσόφλι

Ουσιαστικό

καρυδότσουφλο ουδέτερο

  1. ο σκληρός φλοιός του καρυδιού, το τσόφλι του
  2. (μεταφορικά) το παλιό καράβι ή η μικρή βάρκα· (κατ’ επέκταση) κάθε επισφαλές πλωτό μέσο
    το κύμα τίναζε το καράβι σαν καρυδότσουφλο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.