καρυδόφλουδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυδόφλουδα οι καρυδόφλουδες
      γενική της καρυδόφλουδας των καρυδοφλουδών
    αιτιατική την καρυδόφλουδα τις καρυδόφλουδες
     κλητική καρυδόφλουδα καρυδόφλουδες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρυδόφλουδα < καρύδι + -ο- + φλούδα

Ουσιαστικό

καρυδόφλουδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.