καρπερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρπερός | η | καρπερή | το | καρπερό |
| γενική | του | καρπερού | της | καρπερής | του | καρπερού |
| αιτιατική | τον | καρπερό | την | καρπερή | το | καρπερό |
| κλητική | καρπερέ | καρπερή | καρπερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρπεροί | οι | καρπερές | τα | καρπερά |
| γενική | των | καρπερών | των | καρπερών | των | καρπερών |
| αιτιατική | τους | καρπερούς | τις | καρπερές | τα | καρπερά |
| κλητική | καρπεροί | καρπερές | καρπερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρπερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρπερός < καρπός + -ερός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.peˈɾos/
Επίθετο
καρπερός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Αναφορές
- καρπερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.