καρπερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρπερός η καρπερή το καρπερό
      γενική του καρπερού της καρπερής του καρπερού
    αιτιατική τον καρπερό την καρπερή το καρπερό
     κλητική καρπερέ καρπερή καρπερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρπεροί οι καρπερές τα καρπερά
      γενική των καρπερών των καρπερών των καρπερών
    αιτιατική τους καρπερούς τις καρπερές τα καρπερά
     κλητική καρπεροί καρπερές καρπερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρπερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρπερός < καρπός + -ερός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.peˈɾos/

Επίθετο

καρπερός, -ή, -ό

  1. αυτός που δίνει πολλούς καρπούς
    καρπερό δέντρο
  2. ζώο ή άνθρωπος που γεννάει συχνά
    καρπερή γυναίκα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.