καρβουνιάρικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβουνιάρικο τα καρβουνιάρικα
      γενική του καρβουνιάρικου των καρβουνιάρικων
    αιτιατική το καρβουνιάρικο τα καρβουνιάρικα
     κλητική καρβουνιάρικο καρβουνιάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρβουνιάρικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καρβουνιάρικος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈɲa.ɾi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρβουνιάρικο

Ουσιαστικό

καρβουνιάρικο ουδέτερο

  1. (οικείο) κατάστημα που πουλάει κάρβουνα
    άλλες μορφές: καρβουνάδικο
     συνώνυμα: καρβουνοπωλείο
  2. (οικείο, ναυτικός όρος) πλοίο με το οποίο μεταφέρονται κάρβουνα
     συνώνυμα: ανθρακοφόρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καρβουνιάρικο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.