καρβουνάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρβουνάδικο | τα | καρβουνάδικα |
| γενική | του | καρβουνάδικου | των | καρβουνάδικων |
| αιτιατική | το | καρβουνάδικο | τα | καρβουνάδικα |
| κλητική | καρβουνάδικο | καρβουνάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρβουνάδικο < κάρβουν(ο) + -άδικο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καρβουνάδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.