καρβουνοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβουνοπωλείο τα καρβουνοπωλεία
      γενική του καρβουνοπωλείου των καρβουνοπωλείων
    αιτιατική το καρβουνοπωλείο τα καρβουνοπωλεία
     κλητική καρβουνοπωλείο καρβουνοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρβουνοπωλείο < κάρβουνο + -ο- + -πωλείο

Ουσιαστικό

καρβουνοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

  1. καρβουνάδικο
  2. καρβουνιάρικο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.