καρβουνιάρικου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καρβουνιάρικου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του καρβουνιάρικος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του καρβουνιάρικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.