καραντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καραντίνα | οι | καραντίνες |
| γενική | της | καραντίνας | — | |
| αιτιατική | την | καραντίνα | τις | καραντίνες |
| κλητική | καραντίνα | καραντίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραντίνα < ιταλική quarantina[1] (=σαρανταριά) < quaranta (=σαράντα) < λατινική quadraginta (=σαράντα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷetwr̥̄ḱomt < *kʷetwr̥-dḱomt (τέσσερα-δέκα)
Ουσιαστικό
καραντίνα θηλυκό
- (επιδημιολογία) περιορισμός για κάποιο χρονικό διάστημα και εξέταση όσων ανθρώπων (ή ζώων ή εμπορευμάτων) έρχονταν από περιοχές που είχαν εξαπλωθεί μολυσματικές ασθένειες
- (επιδημιολογία) περιορισμός της επικοινωνίας με κάποιον που έχει προσβληθεί από μολυσματική μεταδοτική ασθένεια
- (μεταφορικά) κοινωνικός περιορισμός, αποφυγή ή απομόνωση κάποιου
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.