Βενετία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Βενετία | οι | Βενετίες |
| γενική | της | Βενετίας | των | Βενετιών |
| αιτιατική | τη | Βενετία | τις | Βενετίες |
| κλητική | Βενετία | Βενετίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βενετία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Βενετία < λατινική Venetia[1] (ιταλικά Venezia)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ve.neˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐νε‐τί‐α
Κύριο όνομα
Βενετία θηλυκό
Συγγενικά
-
Βενετία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.