Βενετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βενετία οι Βενετίες
      γενική της Βενετίας των Βενετιών
    αιτιατική τη Βενετία τις Βενετίες
     κλητική Βενετία Βενετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βενετία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Βενετία < λατινική Venetia[1] (ιταλικά Venezia)

Προφορά

ΔΦΑ : /ve.neˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βενετία

Κύριο όνομα

Βενετία θηλυκό

  1. ιστορική πόλη της βόρειας Ιταλίας, στο μυχό της Αδριατικής
    άλλες μορφές: Βενετιά
  2. γυναικείο όνομα (αρσενικό Βενέτιος)

Παράγωγα

υποκοριστικά ονόματος:

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.