σπόρκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπόρκος | η | σπόρκα | το | σπόρκο |
| γενική | του | σπόρκου | της | σπόρκας | του | σπόρκου |
| αιτιατική | τον | σπόρκο | τη | σπόρκα | το | σπόρκο |
| κλητική | σπόρκε | σπόρκα | σπόρκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπόρκοι | οι | σπόρκες | τα | σπόρκα |
| γενική | των | σπόρκων | των | σπόρκων | των | σπόρκων |
| αιτιατική | τους | σπόρκους | τις | σπόρκες | τα | σπόρκα |
| κλητική | σπόρκοι | σπόρκες | σπόρκα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπόρκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική sporco (βρόμικος, αποκρουστικός, άσεμνος, αισχρός) < λατινική spurcus (βρόμικος, ακάθαρτος, (μεταφορικά) ανήθικος)
Επίθετο
σπόρκος, -α, -ο
- (αρχική σημασία, για ναυτιλιακά έγγραφα) ελλιπής [1]
- ακάθαρτος, βρόμικος, ρυπαρός
- (μεταφορικά) τιποτένιος, ελεεινός
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) που έχει μολυνθεί, που βρίσκεται σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου (χολέρας κ.ά.)
- ≈ συνώνυμα: μολυσμένος, επιχόλερος
- → δείτε και σπόρκα με παράθεμα
- (λαϊκότροπο) που του λείπουν κάποια πράγματα, που δεν τα έχει τακτοποιήσει όλα
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) → δείτε σπόρκα: ψάρια δεύτερης διαλογής
- χαλασμένος
- ※ τρία φυσίγγια είχανε
- και κείνα ήτανε σπόρκα
- (Κυριάκος Δ. Κάσσης, Σατυρικός λόγος στη Μάνη : «Τσάτιρες», 1983, σελ. 197)
Σημειώσεις
Ειδικά για το ουδέτερο πρώτο πληθυντικό, δείτε: σπόρκα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σπόρκος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.