καπελωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπελωμένος η καπελωμένη το καπελωμένο
      γενική του καπελωμένου της καπελωμένης του καπελωμένου
    αιτιατική τον καπελωμένο την καπελωμένη το καπελωμένο
     κλητική καπελωμένε καπελωμένη καπελωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπελωμένοι οι καπελωμένες τα καπελωμένα
      γενική των καπελωμένων των καπελωμένων των καπελωμένων
    αιτιατική τους καπελωμένους τις καπελωμένες τα καπελωμένα
     κλητική καπελωμένοι καπελωμένες καπελωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καπελωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καπελώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pe.loˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπελωμένος

Μετοχή

καπελωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.