καπελώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καπελώνω < καπέλο + -ωνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.peˈlo.no/

Ρήμα

καπελώνω

  1. φορώ σε κάποιον καπέλο
  2. (μεταφορικά) επιβάλλομαι με την άποψή μου σε κάποιον ή εκμεταλλεύομαι ό,τι κάνει προς όφελός μου
  3. (μεταφορικά) υποτιμώ/σιγάζω κάποιον ή θέση του προωθώντας υπέρμετρα τις θέσεις/επιδιώξεις μου
  4. κερδοσκοπώ αυξάνοντας πέρα από τα επιτρεπτά όρια τις τιμές των προϊόντων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.