ακαπέλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαπέλωτος η ακαπέλωτη το ακαπέλωτο
      γενική του ακαπέλωτου της ακαπέλωτης του ακαπέλωτου
    αιτιατική τον ακαπέλωτο την ακαπέλωτη το ακαπέλωτο
     κλητική ακαπέλωτε ακαπέλωτη ακαπέλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαπέλωτοι οι ακαπέλωτες τα ακαπέλωτα
      γενική των ακαπέλωτων των ακαπέλωτων των ακαπέλωτων
    αιτιατική τους ακαπέλωτους τις ακαπέλωτες τα ακαπέλωτα
     κλητική ακαπέλωτοι ακαπέλωτες ακαπέλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαπέλωτος < α- στερητικό + καπελώ(νω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kaˈpe.lo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακαπέλωτος

Επίθετο

ακαπέλωτος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) που δεν τον έχουν καπελώσει, που τον έχουν αφήσει ανεξάρτητο και όχι δέσμιο κομματικών γραμμών
    Τη συγκέντρωση των αγανακτισμένων την θέλουμε ακαπέλωτη γι' αυτό μαζέψτε το πανό σας και δρόμο
  2. (οικείο) που δεν φοράει καπέλο
  3. που δεν έχει υπερτιμηθεί με φέσι στην τιμή, που έχει λογική τιμή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.