καμπυλόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμπυλόγραμμα < καμπυλόγραμμος + -α
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καμπυλόγραμμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καμπυλόγραμμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.