ύπαιθρο

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ύπαιθρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕπαιρθον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου από την αρχαία ελληνική ὕπαιθρος[1] Δείτε και ύπ-, ύπαιθρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.pe.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύπαιθρο

Ουσιαστικό

ύπαιθρο ουδέτερο

  1. περιοχή με βλάστηση, μακριά από κατοικημένες περιοχές, ιδίως μακριά από πόλεις, η ύπαιθρος, η εξοχή
  2. οποιοσδήποτε μη στεγασμένος χώρος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.