ύπαιθρο
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- ύπαιθρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕπαιρθον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου από την αρχαία ελληνική ὕπαιθρος[1] Δείτε και ύπ-, ύπαιθρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pe.θɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐παι‐θρο
Ουσιαστικό
ύπαιθρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ύπαιθρο
Αναφορές
- ύπαιθρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.