οριοθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οριοθετημένος | η | οριοθετημένη | το | οριοθετημένο |
| γενική | του | οριοθετημένου | της | οριοθετημένης | του | οριοθετημένου |
| αιτιατική | τον | οριοθετημένο | την | οριοθετημένη | το | οριοθετημένο |
| κλητική | οριοθετημένε | οριοθετημένη | οριοθετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οριοθετημένοι | οι | οριοθετημένες | τα | οριοθετημένα |
| γενική | των | οριοθετημένων | των | οριοθετημένων | των | οριοθετημένων |
| αιτιατική | τους | οριοθετημένους | τις | οριοθετημένες | τα | οριοθετημένα |
| κλητική | οριοθετημένοι | οριοθετημένες | οριοθετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οριοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οριοθετώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.