καμάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμάρωμα τα καμαρώματα
      γενική του καμαρώματος των καμαρωμάτων
    αιτιατική το καμάρωμα τα καμαρώματα
     κλητική καμάρωμα καμαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. καμάρωμα < καμαρώ(νω) + -μα
  2. καμάρωμα < ελληνιστική κοινή καμάρωμα < καμαρόω / καμαρῶ < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (καμπή)

Ουσιαστικό

καμάρωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμαρώνω
     συνώνυμα: καμάρι, περηφάνια
  2. ο σχηματισμός καμάρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.