εναβρύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εναβρύνομαι < ελληνιστική κοινή ἐναβρύνομαι < αρχαία ελληνική ἁβρύνω < ἁβρός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αβρός
Μεταφράσεις
εναβρύνομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.