ακαμάρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαμάρωτος η ακαμάρωτη το ακαμάρωτο
      γενική του ακαμάρωτου της ακαμάρωτης του ακαμάρωτου
    αιτιατική τον ακαμάρωτο την ακαμάρωτη το ακαμάρωτο
     κλητική ακαμάρωτε ακαμάρωτη ακαμάρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαμάρωτοι οι ακαμάρωτες τα ακαμάρωτα
      γενική των ακαμάρωτων των ακαμάρωτων των ακαμάρωτων
    αιτιατική τους ακαμάρωτους τις ακαμάρωτες τα ακαμάρωτα
     κλητική ακαμάρωτοι ακαμάρωτες ακαμάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαμάρωτος < α- στερητικό + καμαρώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kaˈma.ɾo.tos/

Επίθετο

ακαμάρωτος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.