κρυφοκαμαρώνω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κρυφοκαμαρώνω
<
κρυφ(ο)-
+
καμαρώνω
Ρήμα
κρυφοκαμαρώνω
υπερηφανεύομαι
,
καμαρώνω
μέσα μου, χωρίς να το δείχνω στους άλλους
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.