αποκαμαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκαμαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαμαρώνω[1] < ἀπό + καμαρώνω < καμάρι + -ώνω < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα

Ρήμα

αποκαμαρώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. αποκαμαρώνω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.