αποκαμαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκαμαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαμαρώνω[1] < ἀπό + καμαρώνω < καμάρι + -ώνω < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκαμαρώνω | αποκαμάρωνα | θα αποκαμαρώνω | να αποκαμαρώνω | αποκαμαρώνοντας | |
| β' ενικ. | αποκαμαρώνεις | αποκαμάρωνες | θα αποκαμαρώνεις | να αποκαμαρώνεις | αποκαμάρωνε | |
| γ' ενικ. | αποκαμαρώνει | αποκαμάρωνε | θα αποκαμαρώνει | να αποκαμαρώνει | ||
| α' πληθ. | αποκαμαρώνουμε | αποκαμαρώναμε | θα αποκαμαρώνουμε | να αποκαμαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποκαμαρώνετε | αποκαμαρώνατε | θα αποκαμαρώνετε | να αποκαμαρώνετε | αποκαμαρώνετε | |
| γ' πληθ. | αποκαμαρώνουν(ε) | αποκαμάρωναν αποκαμαρώναν(ε) |
θα αποκαμαρώνουν(ε) | να αποκαμαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκαμάρωσα | θα αποκαμαρώσω | να αποκαμαρώσω | αποκαμαρώσει | ||
| β' ενικ. | αποκαμάρωσες | θα αποκαμαρώσεις | να αποκαμαρώσεις | αποκαμάρωσε | ||
| γ' ενικ. | αποκαμάρωσε | θα αποκαμαρώσει | να αποκαμαρώσει | |||
| α' πληθ. | αποκαμαρώσαμε | θα αποκαμαρώσουμε | να αποκαμαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκαμαρώσατε | θα αποκαμαρώσετε | να αποκαμαρώσετε | αποκαμαρώστε | ||
| γ' πληθ. | αποκαμάρωσαν αποκαμαρώσαν(ε) |
θα αποκαμαρώσουν(ε) | να αποκαμαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκαμαρώσει | είχα αποκαμαρώσει | θα έχω αποκαμαρώσει | να έχω αποκαμαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκαμαρώσει | είχες αποκαμαρώσει | θα έχεις αποκαμαρώσει | να έχεις αποκαμαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκαμαρώσει | είχε αποκαμαρώσει | θα έχει αποκαμαρώσει | να έχει αποκαμαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκαμαρώσει | είχαμε αποκαμαρώσει | θα έχουμε αποκαμαρώσει | να έχουμε αποκαμαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκαμαρώσει | είχατε αποκαμαρώσει | θα έχετε αποκαμαρώσει | να έχετε αποκαμαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκαμαρώσει | είχαν αποκαμαρώσει | θα έχουν αποκαμαρώσει | να έχουν αποκαμαρώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποκαμαρώνω
|
|
- αποκαμαρώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.