κορδώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κορδώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος κορδώνω

Ρήμα

κορδώνομαι

  1. κομπάζω, υπερηφανεύομαι
  2. στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.