καμαρωτά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμαρωτά < καμαρωτ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ma.ɾoˈta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμαρωτά

Επίρρημα

καμαρωτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καμαρωτά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.